- μπερμπαντιά
- η1) кутёж; 2) волокитство; 3) подлость, мерзость; 4) хитрость, ухищрение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπερμπαντιά — η [μπερμπάντης] 1. η ιδιότητα τού μπερμπάντη, φαυλότητα, ακολασία, πονηριά 2. πράξη η οποία ταιριάζει σε μπερμπάντη («ποιος ξέρει τί μπερμπαντιές θα σκαρώσει πάλι!») … Dictionary of Greek
πιρμπαντιά — η βλ. μπερμπαντιά … Dictionary of Greek